ῥῖνοτόρος

ῥῖνοτόρος
ῥῖνο-τόρος (τορέω): shield-piercing, Il. 21.392†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥινοτόρος — ῥῑνοτόρος , ῥινοτόρος hide piercing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρινοτόρος — ον, Α (για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + τόρος (< θ. τορ του αορ. τορ εῖν τού τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκό τορος] …   Dictionary of Greek

  • γυιοτόρος — γυιοτόρος, ον (Α) αυτός που διατρυπά τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ , έτορον, αόρ. β πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)] …   Dictionary of Greek

  • ρινοτόμος — ον, Α αυτός που διατρυπά τις δερμάτινες ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + τόμος (< τέμνω), εφόσον δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί ῥινοτόρος] …   Dictionary of Greek

  • ῥινοτόροις — ῥῑνοτόροις , ῥινοτόρος hide piercing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥινοτόρωι — ῥῑνοτόρῳ , ῥινοτόρος hide piercing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥινοτόρῳ — ῥῑνοτόρῳ , ῥινοτόρος hide piercing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”